- σύννομα
- σύννομοςfeeding in herdsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συννομά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. σύννομη … Dictionary of Greek
ξύννομ' — σύννομα , σύννομος feeding in herds neut nom/voc/acc pl σύννομε , σύννομος feeding in herds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύννομα — σύννομα , σύννομος feeding in herds neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek
συννομή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σύννομα, ἡ, Α [συννέμω] νεοελλ. (νομ.) η από κοινού άσκηση τής νομής, δηλαδή τής φυσικής εξουσίας επί ορισμένου πράγματος διάνοια κυρίου αρχ. 1. κοινή νομή, κοινός χώρος βοσκής 2. πράγμα αλληλένδετο με κάτι άλλο 3. (στην… … Dictionary of Greek